
Ο Αγιος Παΐσιος και το παληκάρι…της φυλακής
Ένα πρωί στο Καλύβι χτύπησε κάποιος το σιδεράκι στην πόρτα. Κοίταξα από το παράθυρο να δω ποιός είναι, γιατί δεν ήταν ακόμη η ώρα να ανοίξω. Είδα έναν νέο με φωτεινό πρόσωπο και κατάλαβα ότι είχε βιώματα πνευματικά, αφού τον πρόδιδε η Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό, αν και ήμουν απασχολημένος, διέκοψα αυτό που έκανα, άνοιξα την πόρτα, τον πήρα μέσα, του πρόσφερα ένα νερό και με τρόπο άρχισα να τον ρωτάω για την ζωή του, γιατί έβλεπα ότι είχε πνευματικό περιεχόμενο. ”Τί δουλειά κάνεις, παλληκάρι;”, τον ρώτησα. ”Τί δουλειά, πάτερ; μου λέει. Εγώ στην φυλακή μεγάλωσα. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου εκεί τα πέρασα. Τώρα είμαι 26 χρονών”. ”Καλά, βρε παλληκάρι, τί έκανες, και σε έκλειναν φυλακή;”, τον ρώτησα. Και εκείνος μου άνοιξε την καρδιά του: ”Άπό μικρός, μου είπε, πονούσα πολύ, όταν έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους. Ήξερα όλους τους πονεμένους, όχι μόνον από την ενορία μου, άλλα και από άλλες ενορίες. Επειδή ο παπάς της ενορίας μας με τους επιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα και έφτιαχναν κτίρια, αίθουσες κ.λπ. ή έκαναν διάφορους εξωραϊσμούς, είχαν παραμεληθεί τελείως οι φτωχές οικογένειες. Εγώ δεν κρίνω εάν ήταν απαραίτητα αυτά που έφτιαχναν, αλλά έβλεπα να υπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά και έκλεβα από τά χρήματα που μάζευαν από τους εράνους. Έπαιρνα αρκετά, δεν τα έπαιρνα όλα. Ύστερα αγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τα άφηνα κρυφά έξω από τα σπίτια των φτωχών και αμέσως, για να μην πιάσουν άλλον άδικα, πήγαινα στην αστυνομία και έλεγα: εγώ έκλεψα τα χρήματα από την Εκκλησία και τα ξόδεψα, χωρίς να πω τίποτε άλλο. Με άρχιζαν στο ξύλο και στο βρισίδι, ”αλήτη, κλέφτη”, εγώ σιωπούσα. Με έκλειναν μετά στην φυλακή. Αυτή η δουλειά γινόταν για χρόνια. Όλη η πόλη όπου έμενα και άλλες πόλεις, με είχαν μάθει, και αλήτη με ανέβαζαν, κλέφτη με κατέβαζαν. Εγώ σιωπούσα και ένιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα, με είχαν κλείσει στην φυλακή 3 ολόκληρα χρόνια. Μερικές φορές με έκλειναν άδικα στην φυλακή και όταν έπιαναν τον ένοχο, με άφηναν. Αν δεν τον έπιαναν, καθόμουν μέσα, όσο έπρεπε να καθήσει εκείνος. Γι’ αυτό σου είπα, πάτερ μου, ότι τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στις φυλακές”. Αφού τον άκουσα με προσοχή, του είπα: ”Βρε παλληκάρι, όσο καλό και αν φαίνεται αυτό, δεν είναι καλό και να μην το ξανακάνεις. Άκου τι θα σου πω. Θα με ακούσεις;”. ”Θα σε ακούσω, πάτερ”, μου λέει. ”Να απομακρυνθείς από αυτήν την πόλη, του λέω, να πας σε άγνωστο περιβάλλον, στην τάδε πόλη και εγώ θα φροντίσω να συνδεθείς με καλούς ανθρώπους. Να εργάζεσαι και να βοηθάς, όσο μπορείς, τους πονεμένους από το υστέρημά σου, επειδή αυτό έχει μεγαλύτερη αξία. Αλλά, και όταν κανείς δεν έχει τίποτε να δώσει σε έναν φτωχό και πονάει η καρδιά του, τότε κάνει ανώτερη ελεημοσύνη, διότι κάνει ελεημοσύνη με το αίμα της καρδιάς του. Γιατί, εάν είχε κάτι και το έδινε, θα αισθανόταν και χαρά, ενώ, όταν δεν έχει να δώσει, αισθάνεται πόνο στην καρδιά”. Μου υποσχέθηκε, ότι θα ακούσει την συμβουλή μου και έφυγε χαρούμενος. Έπειτα από 7 μήνες παίρνω ένα γράμμα του από τις φυλακές του Κορυδαλλού, στο όποιο έγραφε τα εξής: ”Ασφαλώς, πάτερ μου, θα απορήσεις, που σου γράφω πάλι από την φυλακή μετά από τόσες συμβουλές που μου έδωσες και μετά τις υποσχέσεις που σου έδωσα. Μάθε, ότι αυτήν την φορά, υπηρετώ μιά άδικη φυλάκιση, αφού έγινε κάποιο λάθος. Ευτυχώς που δεν υπάρχει ανθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θα αδικούνταν οι πνευματικοί άνθρωποι, επειδή θα έχαναν τον ουράνιο μισθό”. Όταν διάβασα αυτά τα τελευταία λόγια, θαύμασα αυτόν τον νέο, που είχε πάρει τόσο ζεστά την πνευματική ζωή και είχε συλλάβει τόσο βαθιά, το βαθύτερο νόημα της ζωής! Διά Χριστόν κλέφτης! Μέσα του είχε Χριστό. Δεν μπορούσε να φρενάρει τον εαυτό του από την χαρά που ένιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι είχε! Κοσμικός άνθρωπος ήταν, ούτε Συναξάρια ούτε Πατερικά είχε διαβάσει και, ενώ έτρωγε άδικα ξύλο, τόν έκλειναν στην φυλακή, τον είχαν μέσα στην πόλη για αλήτη, για παλιόπαιδο, για κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αυτός δεν μιλούσε και τα αντιμετώπιζε όλα τόσο πνευματικά! Νέος άνθρωπος και δεν φρόντιζε να αποκατασταθεί, αλλά πως να βοηθήσει τους άλλους…!
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης