Το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνα με τα άλογα
Μια νυχτερινή δοκιμασία, μια πράξη δολιότητας και ένα θαύμα που σημάδεψε την πορεία προς την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Την εποχή που ο Αρειανισμός κλόνιζε τους πιστούς και η Εκκλησία αναζητούσε ενότητα, αποφασίστηκε η σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Ανάμεσα στους Επισκόπους που ξεκίνησαν για το ιστορικό ταξίδι ήταν ο Άγιος Σπυρίδωνας, συνοδευόμενος από τον μαθητή και διάκονό του, τον μετέπειτα Άγιο Τριφύλλιο.
Όταν τους βρήκε το σούρουπο, σταμάτησαν σε ένα ταπεινό κατάλυμα για να ξεκουραστούν. Ο Τριφύλλιος έδεσε τα δύο άλογα και ξάπλωσε δίπλα στον Γέροντα. Λίγες ώρες πριν χαράξει, ο Άγιος Σπυρίδωνας τον ξύπνησε:
— «Πήγαινε παιδί μου να φέρεις τα άλογα. Έχουμε μεγάλο δρόμο.»
Ο νεαρός διάκονος πήγε στον στάβλο — και πάγωσε. Τα άλογα ήταν αποκεφαλισμένα. Τρομαγμένος έτρεξε πίσω:
— «Πάτερ, κάποιοι κακοί άνθρωποι σκότωσαν τα ζώα μας!»
Ο Άγιος Σπυρίδωνας κατάλαβε αμέσως:
— «Αρειανοί το έκαναν, για να μας εμποδίσουν να φτάσουμε στη Σύνοδο. Πήγαινε, βάλε τα κεφάλια στη θέση τους. Έρχομαι.»
Ήταν ακόμη βαθύ σκοτάδι. Στην αγωνία του, ο Τριφύλλιος έβαλε το λευκό κεφάλι στο μαύρο άλογο και το μαύρο κεφάλι στο λευκό.
Όταν έφτασε ο Άγιος Σπυρίδωνας, στάθηκε μπροστά στα άψυχα σώματα και προσευχήθηκε:
— «Να είσαι δοξασμένος, Κύριε, Εσύ που έδωσες ζωή σε όλη την κτίση, τώρα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.»
Και τότε το θαύμα έγινε. Τα άλογα σηκώθηκαν ζωντανά — με τα αλλόχρωμα κεφάλια που έγιναν σημάδι της θείας παρέμβασης και της ταπεινής πίστης του Αγίου.
Έτσι συνέχισαν το ταξίδι τους προς τη Νίκαια, για μια Σύνοδο που θα σφραγίσει την πορεία της Εκκλησίας, με ένα θαύμα να θυμίζει ότι στο σκοτάδι, το Φως δεν εμποδίζεται.








