Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης ο πατέρας του Αγίου Παϊσίου-Prodromos Eznepides, the father of Saint Paisios(Photo)
Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης, ο πατέρας του Αγίου Παϊσίου.
Ένας περήφανος Καππαδόκης από τα Φάρασα ή Βαρασό (Çamlıca) της Καππαδοκίας
Τα Φάρασα (Çamlıca) της ανατολικής Καππαδοκίας.
Τα Φάρασα ή Βαρασός (τουρκ.: Farasa ή Faraşa και σήμερα Çamlıca) είναι χωριό στην Επαρχία Καισάρειας της Τουρκίας, με πληθυσμό 411 κατοίκους. Βρίσκεται 89 χλμ. νότια της Καισάρειας και 103 χλμ. βόρεια-βορειοανατολικά των Αδάνων, στις βορειοανατολικές πλαγιές ανώνυμου όρους του Αλά-ντάγ και 2,5 χλμ. δυτικά του ποταμού Ζαμάντη.
Πριν την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε, τα Φάρασα ήταν σχεδόν αμιγώς ελληνόφωνο χριστιανικό χωριό και το κεντρικό κεφαλοχώρι μιας ευρείας περιφέρειας της Ν.Α. Καππαδοκίας.
Τοποθεσία και ιστορία:
Το χωριό του Βαρασού είναι κτισμένο στο βάθος μιας μεγάλης και βαθιάς χαράδρας που χωρίζει τον Ταύρο από τον Αντίταυρο, πάνω στην ράχη και τις πλαγιές λοφίσκου, η νότια άκρη του οποίου καταλήγει σε δύο απόκρημνους και απότομους βράχους που οι ρίζες τους αποτελούν μέρος της δεξιάς όχθης του ποταμού Ζαμάντη. Τα βράχια και τα βουνά ολόγυρα από την βαθιά αυτή χαράδρα είναι απόκρημνα αφήνοντας μόνο έξη σημεία εισόδου, έτσι ώστε το μέρος να αποτελεί φυσικό οχυρό και ασφαλές καταφύγιο στις διάφορες επιδρομές. Πάνω στον αριστερό βράχο και στην άκρη του που είναι προς το ποτάμι ήταν κτισμένος ο «Γαλάς» (κάστρο) του χωριού. Ο Βαρασός αναγάγει την αρχή του στα προχριστιανικά χρόνια και πρέπει ο αρχαίος οικισμός να ήταν μέσα στον χώρο του κάστρου και γύρω απ’ αυτό. Κατά την φαρασιώτικη παράδοση, σε άγνωστη χρονικά εποχή μουσουλμάνοι επιδρομείς Άραβες ή Τούρκοι με αρχηγό κάποιον Γήραλη κυρίευσαν την περιοχή. Τότε όσοι από τους κατοίκους πρόλαβαν κρύφτηκαν στα δάση και τις σπηλιές των γύρω βουνών για να γλιτώσουν, οι υπόλοιποι είτε σφαγιάστηκαν, είτε πάρθηκαν σκλάβοι, ενώ οι κατακτητές γκρέμισαν τα χωριά και τους οικισμούς, τους ναούς και τα μοναστήρια και φυσικά και τα κάστρα που αποτελούσαν το καταφύγιο των κατοίκων και προστάτευαν την περιοχή. Όσοι από τους κατοίκους γλίτωσαν μαζί με αυτούς από τα υπόλοιπα χωριά αλλά και άλλους προερχόμενους από γειτονικές περιοχές και την νοτιότερη Κιλικία, μετά το πέρασμα του κινδύνου μαζεύτηκαν και ξαναέχτισαν τον Βαρασό εγκαταλείποντας τις προηγούμενες εστίες τους.
Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έγινε λόγω του δυσπρόσιτου και φυσικού οχυρού του τόπου με τις ελάχιστες ελεγχόμενες διαβάσεις προς αυτόν. Το χτίσιμο του νέου οικισμού έγινε στον χώρο κάτω από το παλαιό κεντρικό κάστρο και πάνω στις γκρεμισμένες εξωτερικές ζώνες του και έξω απ’ αυτές, κόβοντας το «πιτένι» (πευκοδάσος) που βρισκόταν ολόγυρα. Μάλιστα κατά την παράδοση αρκετά σπίτια είχαν στύλους από αυτά τα πεύκα μαζί με τις ρίζες τους έως και την Ανταλλαγή. Σύμφωνα με μαρτυρίες φαίνεται ότι οι ντόπιοι κάτοικοι πρέπει να έχτισαν τα σπίτια τους στον «Κάτου Μεχά» (Κάτω μαχαλά) που είναι κάτω και γύρω από το παλιό κάστρο και αυτοί που ήρθαν αργότερα από τα υπόλοιπα χωριά και οικισμούς έχτισαν τα σπίτια τους στον «Πάνου Μεχά» (Πάνω μαχαλά). Με το πέρασμα του χρόνου και όταν ηρέμησαν αρκετά τα πράγματα και σταμάτησαν οι επιδρομές και οι λεηλασίες, επειδή ο πληθυσμός είχε αυξηθεί και η περιοχή που είναι ορεινή δεν μπορούσε να τον θρέψει αρκετά, αλλά και επειδή τα μεγάλα σιδηροπαραγωγικά ορυχεία βρισκόντουσαν σε τοποθεσίες μακριά από τον Βαρασό, άρχισε σιγά-σιγά η μετακίνηση του πληθυσμού στις παλιές τοποθεσίες που υπήρχαν πριν χωριά ή είχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή ήταν κοντά σε κάποια σημαντική φλέβα μεταλλεύματος. Έτσι δημιουργήθηκαν τα υπόλοιπα έξι ελληνόφωνα φαρασιώτικα χωριά Αφσάρι, Κίσκα, Σατής, Τσουχούρι, Φκώσι και Ξουρδζάϊδι.
Διοικητικά ήταν μουχταρλίκι και υπάγονταν στο μουδουρλίκι του Γιαχγιαλή (Αχγιαβούδες), στο μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας, ενώ εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη Καισάρειας. Η οικονομία του παλαιότερα στηριζόταν στην εξόρυξη, επεξεργασία και το εμπόριο του σιδήρου, αργότερα όμως με το κλείσιμο των ορυχείων οι εναπομείναντες κάτοικοι στράφηκαν στην γεωργία, το εμπόριο, την εξάσκηση διαφόρων τεχνών σαν γυρολόγοι και την οικιακή κτηνοτροφία και μελισσοκομία. Επίσης μετανάστευαν κυρίως εποχιακά στα Άδανα και το Σίσι όπου και απασχολούνταν σε γεωργικές εργασίες για την συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος.
Ήταν το κεντρικό κεφαλοχώρι μιας ευρείας περιφέρειας της Ν.Α. Καππαδοκίας που εκτείνονταν πάνω στις οροσειρές και τα υψίπεδα των Ταύρου και Αντίταυρου. Από το κεφαλοχώρι αυτό του Βαρασού (Φάρασα) το οποίο αναφέρεται ως μεγάλη κωμόπολη ήδη κατά τον 17ο αιώνα στην μεγάλη τουρκική Γεωγραφία Τζουχανιμά, πήρε και ολόκληρη αυτή η ευρεία περιφέρεια την ονομασία της. Σε αυτήν περιλαμβάνονταν χωριά και οικισμοί ελληνικά, τούρκικα, αρμένικα, φαρσάχικα (κουρδικά), τσερκέζικα, τουρκομάνικα, περπέρικα (αλλαξοπίστων Αρμενίων) και αφσάρικα.
Οι υπόλοιπες κοινότητες των Φαράσων τις οποίες το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών χαρακτηρίζει ως «Αποικίες Φαράσων» ήταν: το Αφσάρι (τουρκ. Avsar-koy) Αφσάρι, η Κίσκα (τουρκ. Kiske, η αρχαία Κισκισσός) , ο Σατής ή το Σατί (τουρκ. Sati), το Τζουχούρι ή Τσουχούρι (τουρκ. Cuhur-koy ή Cuhur-yurt) Τσουχούρι, το Φκώσι ή Γαρσατί (τουρκ. Pos-gara-koy ή Gara-tepe ή Mansurlu, η αρχαία Γαρσανδός) Φκώσι και το Ξουρδζάϊδι (τουρκ. Gara-koy) Ξουρδζάιδι το οποίο εγκαταλείφθηκε κατά το 1875. Οι κοινότητες αυτές μιλούσαν μια ελληνοκαππαδοκική διάλεκτο που την ονόμαζαν «βαρασώτ’κα» ή «ρωμά’κα». Στα Φάρασα ανήκαν επίσης και τα τουρκόφωνα χωριά: Γαριπτσάς ή Κουρούμζα (τουρκ. Curumze) Κουρούμζα, Ταστσί (τουρκ. Tasci), Χοστσά, Μπεσκαρντάς (τουρκ. Besgardas) και Παχδζαδζούχι που είχαν ελληνικό κυρίως πληθυσμό. Επίσης και οι οικισμοί Κοτσχισάρ (Kochisar), Κίρσεχιρ (Kirsehir) και Τσαϊρλίκ (Cerlik). Η τοπική παράδοση αναγνωρίζει την ύπαρξη στην περιοχή και αρκετών μουσουλμανικών χωριών [Παραζυέμη, Άνου και Κάτου Τελέλτες (Ντελέλοι), Τζαχηρού (ή Τσαχηρού), Γιαχγιαλή (Αγχιαβούδες) κ.α.], οι κάτοικοι των οποίων ήταν Έλληνες οι οποίοι αλλαξοπίστησαν κατά διάφορες περιόδους για να γλιτώσουν την ζωή και την περιουσία τους, με τελευταία περίοδο το 1821 περίπου.
Μετά τη διάλυση της Κουρδικής δυναστείας του Κοζάν όπου ανήκε και η φαρασιώτικη περιφέρεια και η οποία διήρκεσε από το 1553 έως το 1876 περίπου, η περιφέρεια των Φαράσων προσαρτήθηκε διοικητικά στο νομό των Αδάνων εκτός του Βαρασού που υπαγόταν στην Καισάρεια, αλλά εκκλησιαστικά όλα τα χωριά εξακολουθούσαν να υπάγονται στην Αρχιεπισκοπή Καισαρείας.
Το 1924 οι κάτοικοί του ήταν Έλληνες ελληνόφωνοι (204 οικογένειες – 583 άτομα) και ελάχιστοι Τούρκοι (3 οικογένειες – 15 άτομα περίπου).
Prodromos Eznepides, the father of Saint Paisios.
A proud Cappadocian from Farasa or Varassos (Çamlıca) of Cappadocia
Farasa (Çamlıca) of Cappadocia.
Farasa (Turkish: Çamlıca) of eastern Cappadocia.
Farasa or Varasos (Turkish: Farasa or Faraşa and today Çamlıca) is a village in the Kayseri Province of Turkey, with a population of 411 inhabitants. It is located 89 km south of Caesarea and 103 km north-northeast of Adani, on the north-eastern slopes of the anonymous mountain of Ala-dag and 2.5 km west of the river Zamantis.
Before the Asia Minor Catastrophe and the exchange of populations that followed, Farasa was an almost purely Greek-speaking Christian village and the central capital of a wide region of NE. Cappadocia.
Location and History:
The village of Varasos is built at the bottom of a large and deep ravine that separates Tauros from Antitauros, on the ridge and slopes of a hill, the southern edge of which ends in two steep and steep rocks whose roots form part of the right bank of the river Zamantis. The rocks and mountains all around this deep ravine are precipitous leaving only six points of entry, so that the place is a natural fortress and a safe haven from the various raids. The “Galas” (castle) of the village was built on the left rock and on its edge facing the river. Varassos traces its origin back to the pre-Christian years and the ancient settlement must have been inside the castle area and around it. According to the Pharisaic tradition, in an unknown period of time Muslim raiders Arabs or Turks led by a certain Giralis conquered the region. Then those of the inhabitants who managed to hide in the forests and caves of the surrounding mountains to escape, the rest were either massacred or taken as slaves, while the conquerors demolished the villages and settlements, the temples and monasteries and of course the castles that made up the shelter of the inhabitants and they protected the area. Those of the inhabitants who escaped together with those from the other villages but also others from neighboring areas and the southernmost Cilicia, after the danger passed they gathered and rebuilt Varassos, abandoning their previous homes.
The choice of the specific site was made due to the inaccessible and natural fortress of the place with the few controlled passages to it. The building of the new settlement took place in the area below the old central castle and on its demolished outer zones and outside them, cutting the “piteni” (pine forest) that was all around. In fact, according to tradition, several houses had poles made of these pine trees along with their roots up to the Exchange. According to testimonies it seems that the local residents must have built their houses in “Katos Mecha” (Lower Castle) which is below and around the old castle and those who came later from the other villages and settlements built their houses in “Panos Meha” (Slowly up). With the passage of time and when things calmed down enough and the raiding and looting stopped, because the population had increased and the mountainous area could not feed them enough, but also because the large iron mines were located in locations far from the Varasso, slowly began the movement of the population to the old locations that used to be villages or had arable land or were close to some important vein of ore. This is how the remaining six Greek-speaking Farasian villages of Afsari, Kiska, Satis, Tsouchuri, Fkosi and Xourdzaidi were created.
Administratively, it was a mukhtarliki and belonged to the mudurliki of Yahgyali (Ahgiavoudes), the mutesariflik of Caesarea and the valeliki of Ankara, while ecclesiastically it belonged to the metropolis of Caesarea. Its economy was formerly based on the mining, processing and trade of iron, but later with the closure of the mines the remaining inhabitants turned to agriculture, trade, the practice of various arts such as spinners and domestic animal husbandry and beekeeping. They also migrated mainly seasonally to Adana and Sisi where they were employed in agricultural work to supplement the family income.
It was the central capital city of a wide region of N.A. Cappadocia that extended over the mountain ranges and highlands of Taurus and Antitaurus. From this capital village of Varasos (Farasa) which is mentioned as a large town already in the 17th century in the great Turkish Geography Tzuhanima, this entire wide region took its name. It included Greek, Turkish, Armenian, Farsakhic (Kurdish), Circassian, Turkomanic, Perperic (Armenian proselytizers) and Afsarian villages and settlements.
The rest of the Faras communities which the Center for Asia Minor Studies characterizes as “Faraso Colonies” were: Afsari (Turkish: Avsar-koy) Afsari, Kiska (Turkish: Kiske, the ancient Kiskissos), Satis or Sati (Turkish: Sati), Tzuchuri or Tsuhuri (Turkish: Cuhur-koy or Cuhur-yurt) Tsuhuri, Fkosi or Garsati (Turk. Pos-gara-koy or Gara-tepe or Mansurlu, the ancient Garsandos) Fkosi and Xourzaidi (Tur. Gara-koy) Xourdzaidi which was abandoned in 1875. These communities spoke a Greek Cappadocian dialect which they called “varasot’ka” or “roma’ka”. The Turkish-speaking villages also belonged to Farasa: Gariptsas or Kurumza (Turkish: Curumze), Kurumza, Tasci (Turkish: Tasci), Khostsa, Beskardas (Turkish: Besgardas) and Pakhdzadzuhi, which had a mainly Greek population. Also the settlements of Kochisar, Kirsehir and Cerlik. Local tradition acknowledges the existence of several Muslim villages in the area [Parazyemi, Anou and Katou Teleltes (Deleloi), Tzachirou (or Tsachirou), Yahgiali (Aghiavoudes) etc.], whose inhabitants were Greeks who converted to various faiths periods to save their lives and property, with the last period around 1821.
After the dissolution of the Kurdish dynasty of Kozan to which the Farasi region also belonged and which lasted from 1553 to about 1876, the region of Faras was administratively annexed to the prefecture of Adana apart from Varas which belonged to Caesarea, but ecclesiastically all the villages continued to be under the Archdiocese of Caesarea.
In 1924 its inhabitants were Greek-speaking Greeks (204 families – 583 people) and a few Turks (3 families – about 15 people).
Personalities:
Paisios II of Caesarea
Saint Arsenios the Cappadocian (Arsenios X”Efentis)
Agios Paisios
Προσωπικότητες:
Παΐσιος Β΄ Καισαρείας
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (Αρσένιος Χ”Εφεντής)
Άγιος Παΐσιος