 
								Άδικη η ρύθμιση του Άρθρου 20 για τους Δήμους αλλά & για τους πολίτες – Γράφει ο Πολύδωρος Συρίγος
Η προτεινόμενη ρύθμιση του Άρθρου 20, με την οποία αφαιρείται από τους Δήμους η αρμοδιότητα είσπραξης των προστίμων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ), συνιστά ευθεία παρέμβαση στην οικονομική αυτοτέλεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι Δήμοι δεν διαθέτουν μόνο διοικητικές αρμοδιότητες, αλλά έχουν και οικονομική βάση που καθορίζει το εύρος και την ποιότητα των υπηρεσιών τους.
Η αφαίρεση αυτής της αρμοδιότητας δεν είναι μια απλή λογιστική μεταφορά εσόδων. Πρόκειται για αποψίλωση ενός εργαλείου τοπικής πολιτικής, αφού τα έσοδα από τα πρόστιμα επανεπενδύονταν σε δράσεις που σχετίζονται άμεσα με την οδική ασφάλεια, τη συντήρηση των δρόμων και τον φωτισμό. Με άλλα λόγια, οι Δήμοι αξιοποιούσαν έναν κυκλικό μηχανισμό επανεπένδυσης που εξασφάλιζε πρακτικά και ορατά οφέλη για τους πολίτες.
Η αφαίρεση αυτού του μηχανισμού σημαίνει κεντρικοποίηση πόρων και αποφάσεων —μια πρακτική αντίθετη με την ευρωπαϊκή αρχή της επικουρικότητας, η οποία θέλει οι αποφάσεις να λαμβάνονται στο πιο κοντινό προς τον πολίτη επίπεδο διοίκησης.
Πολιτικά, η διάταξη ερμηνεύεται ως ένδειξη **ενισχυόμενης κρατικής κηδεμονίας** πάνω στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ενώ τα τελευταία χρόνια προβάλλεται σε επίπεδο λόγου η ανάγκη για «ενίσχυση των Δήμων» και «αποκέντρωση εξουσιών», στην πράξη παρατηρείται μια αντιστροφή της αποκέντρωσης: συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο κεντρικό κράτος, χωρίς σαφή αιτιολόγηση ή μηχανισμούς επιστροφής των πόρων στους ΟΤΑ.
Η κίνηση αυτή έχει επίσης συμβολική πολιτική σημασία. Στέλνει μήνυμα ότι το κράτος δεν εμπιστεύεται τους ΟΤΑ στη διαχείριση των οικονομικών τους. Επιπλέον, αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική ισχύ των Δήμων και της ΚΕΔΕ, γεγονός που επιτείνει την πολιτική ανισορροπία ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια.
Σε πολιτικό επίπεδο, η στάση των αυτοδιοικητικών φορέων απέναντι σε αυτή τη ρύθμιση αποτελεί **τεστ συνοχής**: κατά πόσο οι αιρετοί μπορούν να λειτουργήσουν ως ενιαίο μέτωπο υπεράσπισης του θεσμού, πέρα από κομματικές εξαρτήσεις.
Κοινωνικός σχολιασμός
Σε κοινωνικό επίπεδο, η αφαίρεση των εσόδων από τους Δήμους έχει **άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των πολιτών**. Οι Δήμοι αποτελούν το πρώτο και πιο άμεσο σημείο επαφής του πολίτη με το κράτος. Οι δράσεις που χρηματοδοτούνται από τέτοιους πόρους —φωτισμός, ασφάλεια δρόμων, σήμανση, καθαριότητα— είναι ορατές και χειροπιαστές υπηρεσίες που καθορίζουν την ποιότητα ζωής στις πόλεις.
Η μεταφορά των εσόδων στο κεντρικό κράτος σημαίνει μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ πόρων και αναγκών. Οι πολίτες πιθανόν να δουν καθυστερήσεις στη συντήρηση των δρόμων ή περιορισμό τοπικών παρεμβάσεων, αφού οι Δήμοι θα στερηθούν ένα ευέλικτο εργαλείο χρηματοδότησης. Αυτό ενδέχεται να εντείνει την αίσθηση εγκατάλειψης ή «αδυναμίας» της τοπικής διοίκησης.
Παράλληλα, το μέτρο αυτό διαρρηγνύει τον κοινωνικό δεσμό λογοδοσίας μεταξύ Δήμων και πολιτών. Όταν ο Δήμος γνωρίζει ότι τα πρόστιμα μένουν στην τοπική κοινότητα, υπάρχει κίνητρο για σωστή και δίκαιη επιβολή τους. Αντίθετα, όταν τα έσοδα μεταφέρονται αλλού, η διαδικασία χάνει τη διαφάνεια και το κοινωνικό της νόημα.
Συνολική αποτίμηση
Το Άρθρο 20 φαίνεται να κινείται αντίθετα προς το πνεύμα της αποκέντρωσης και της αυτοτέλειας που οφείλει να διέπει την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αντί να ενισχύει τη συνεργασία κεντρικού και τοπικού κράτους, επανεισάγει παλαιά πρότυπα συγκεντρωτισμού, μειώνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα των Δήμων να σχεδιάζουν πολιτικές προσαρμοσμένες στις ανάγκες των πολιτών τους.
Πολύδωρος Συρίγος
 
					







