Νότια Αφρική: Η αιματηρή καταστολή της λαϊκής εξέγερσης & η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης πυροδότησαν διεθνή κατακραυγή
Γράφει ο Αστέρης Χουλιάρας
Το 1985 αποτέλεσε ένα ιστορικό σημείο καμπής για τη Νότια Αφρική. Το απαρτχάιντ, το σκληρότερο και πιο συστηματικό καθεστώς φυλετικών διακρίσεων του 20ού αιώνα, βρέθηκε αντιμέτωπο με την πιο εκτεταμένη λαϊκή αντίσταση από την εγκαθίδρυσή του. Η χώρα συγκλονιζόταν καθημερινά από διαδηλώσεις, απεργίες και συγκρούσεις που αποκάλυπταν πως η κοινωνία έβραζε. Μέσα σε λίγους μήνες, η κυβέρνηση του προέδρου Πίτερ Μπότα αναγκάστηκε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ήταν το πρώτο ρήγμα σε ένα σύστημα που έμοιαζε άτρωτο — και η αρχή του τέλους του.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1994, ο Νέλσον Μαντέλα, κρατούμενος επί 27 χρόνια, θα εξελεγόταν δημοκρατικά πρόεδρος της χώρας, σηματοδοτώντας την οριστική κατάρρευση του ρατσιστικού καθεστώτος.
Ένα έθνος σε αναβρασμό
Από τα τέλη του 1984, οι παραγκουπόλεις (townships) γύρω από τις μεγάλες πόλεις ζούσαν σε συνθήκες ασφυξίας. Η οικονομία βυθιζόταν στη χειρότερη ύφεση των τελευταίων δεκαετιών, με την ανεργία και την ακρίβεια να πλήττουν τους μαύρους Αφρικανούς, οι οποίοι αποτελούσαν το 75% του πληθυσμού. Η απογοήτευση για τον πολιτικό αποκλεισμό τους από το νέο, «μεικτό» Κοινοβούλιο —όπου συμμετείχαν μόνο οι μιγάδες και οι Ινδοί— μετετράπη σε οργή.
Τον Σεπτέμβριο του 1984, το κύμα των διαμαρτυριών εξαπλώθηκε από το ένα township στο άλλο. Στην πρώτη γραμμή βρέθηκαν οι «comrades», μαύροι νέοι που αντιστεκόντουσαν με πέτρες, σφεντόνες και βόμβες μολότοφ απέναντι σε πάνοπλες αστυνομικές δυνάμεις. Η σύγκρουση πήρε διαστάσεις εμφυλίου μέσα στις πόλεις.
«Απελευθέρωση πριν από την Εκπαίδευση»
Το 1985, οι δρόμοι του Σοβέτο, της Αλεξάντρα και του Κέιπ Τάουν έγιναν σκηνές διαρκών συγκρούσεων. Το Ενωμένο Δημοκρατικό Μέτωπο (UDF) συντόνιζε τις κινητοποιήσεις, ενώ οι απεργίες εξαπλώνονταν σε εργοστάσια, ορυχεία και δημόσιες υπηρεσίες.
Οι μαθητές εγκατέλειψαν τα σχολεία φωνάζοντας το σύνθημα «Liberation before Education». Όμως αυτή η εξέγερση δεν ήταν μόνο των νέων – ήταν μια πανκοινωνική εξέγερση. Γονείς, εργάτες, δάσκαλοι και κληρικοί ενώθηκαν ενάντια σε ένα σύστημα που είχε μετατρέψει τη φυλή σε κριτήριο ζωής και θανάτου.
Με την παρότρυνση του ANC από την εξορία, οι εξεγερμένοι ξεκίνησαν έναν «λαϊκό πόλεμο». Οργάνωσαν μποϊκοτάζ, κατέλαβαν δημαρχεία, έστησαν «λαϊκά δικαστήρια» και τιμώρησαν όσους θεωρούσαν συνεργάτες του καθεστώτος. Οι συγκρούσεις απέκτησαν ακραία χαρακτηριστικά — η μέθοδος εκτέλεσης με το «κολιέ» (necklace) έγινε το πιο σκοτεινό σύμβολο μιας εποχής χωρίς νόμο.
Η διεθνής κατακραυγή
Οι εικόνες της βίας έκαναν τον γύρο του κόσμου. Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε με μαζικές πορείες, μποϊκοτάζ και πίεση για κυρώσεις. Πανεπιστήμια, καλλιτέχνες και οργανώσεις σε ΗΠΑ και Ευρώπη απαίτησαν τον τερματισμό των φυλετικών διακρίσεων.
Η πίεση αυτή οδήγησε σε πολιτική και οικονομική απομόνωση της Νότιας Αφρικής. Ξένοι επενδυτές απέσυραν τα κεφάλαιά τους, ενώ εταιρείες τερμάτιζαν τη δραστηριότητά τους. Ακόμα και η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, που αρχικά αντιτάσσονταν στις κυρώσεις, αναγκάστηκαν να μεταβάλουν στάση.
Η λευκή επιχειρηματική κοινότητα της Νότιας Αφρικής, βλέποντας την οικονομία να καταρρέει και τη διεθνή εικόνα της χώρας να διασύρεται, απαίτησε μεταρρυθμίσεις και την απελευθέρωση του Μαντέλα.
Η χώρα σε κατάσταση πολιορκίας
Τον Ιούλιο του 1985, ο πρόεδρος Μπότα κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η αστυνομία και ο στρατός απέκτησαν εξουσίες να συλλαμβάνουν χωρίς ένταλμα και να κρατούν χωρίς δίκη. Οι παραγκουπόλεις μετατράπηκαν σε ζώνες κατοχής. Απαγόρευση κυκλοφορίας, λογοκρισία και συλλήψεις χιλιάδων αγωνιστών έγιναν η νέα κανονικότητα.
Το καθεστώς προσπαθούσε να εμφανιστεί ως «προστάτης της τάξης», όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: το κράτος του απαρτχάιντ άρχιζε να καταρρέει υπό το ίδιο του το βάρος.
Ρήγματα στο καθεστώς
Οι οικονομικές κυρώσεις και η αποεπένδυση έφεραν ύφεση και κοινωνική αναταραχή. Η λογοκρισία δεν μπόρεσε να κρύψει τις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κατέγραφαν διεθνή ΜΜΕ και οργανώσεις. Η νομιμοποίηση του καθεστώτος διαβρωνόταν — μέσα και έξω από τη χώρα.
Το 1989, τέσσερα χρόνια μετά, ο Μπότα συνάντησε κρυφά τον Μαντέλα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια διαλόγου. Λίγο αργότερα παραιτήθηκε. Ο διάδοχός του, Φρεντερίκ ντε Κλερκ, αντιλήφθηκε ότι μια «εκσυγχρονισμένη» μορφή του απαρτχάιντ ήταν αδύνατο να επιβιώσει.
Η νέα γενιά λευκών Νοτιοαφρικανών δεν ήθελε να ζει αποκομμένη από τον κόσμο. Ήθελε να συμμετέχει, να εμπορεύεται, να ταξιδεύει, να παίζει στα διεθνή στάδια. Ο ρατσιστικός διαχωρισμός είχε γίνει πλέον βαρίδι για όλους.
Το 1985, η χρονιά της εξέγερσης και της καταστολής, αποδείχθηκε τελικά η χρονιά που σηματοδότησε την αρχή του τέλους του απαρτχάιντ.
*Ο Αστέρης Χουλιάρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου








